Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Μετά την επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ… στη χώρα του Πολ Τόμσεν»

Πρώτο Μέρος


Τελικά, η πολιτική διαπραγμάτευση, για την οποία μας είχε προϊδεάσει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, πραγματοποιήθηκε μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Στην Ελλάδα. Άρχισε από τη στιγμή της άφιξης της Άνγκελα Μέρκελ, μέσα στο αυτοκίνητο, που θα την μετέφερε μαζί με  τον Αντώνη Σαμαρά στο Μέγαρο Μαξίμου. Συνεχίστηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο αλλά και στους κήπους του Προεδρικού Μεγάρου!

Είναι φανερό. Μέχρι και η δημόσια εικόνα των σχέσεων Σαμαρά - Μέρκελ  χρησιμοποιήθηκε για να εμπεδωθεί η «αλλαγή» στις σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, που συμπαρασύρουν και τις σχέσεις Ελλάδας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, το εάν θα παραμείνει η Ελλάδα στην ευρωζώνη!

Ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς είχε την υψηλή τιμή να υποδεχτεί το μεγάλο αφεντικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, από τον πολύ μεγάλο πόνο που αισθανόταν από τις θυσίες που υφίσταται ο ελληνικός λαός, έσπευσε να μας απαλλάξει και από τα «έξοδα ταξιδίου» για την πολιτική διαπραγμάτευση.

Στα γρήγορα - γρήγορα η Άνγκελα Μέρκελ ανταποκρίθηκε, υποτίθεται, στην πρόσκληση, που της είχε απευθύνει στο πρόσφατο ταξίδι του στη Γερμανία ο Αντώνης Σαμαράς,  και δεν ήταν λίγοι εκείνοι, από τη στιγμή που γνωστοποιήθηκε το ταξίδι της στη χώρα μας,  που εύχονταν ολημερίς και ολονυκτίς να έφερνε μαζί της και το «καλό μήνυμα»!

Το παρασκήνιο, βέβαια, που προηγήθηκε, ήδη, είχε διαρρεύσει.

Αμέσως μετά την τελευταία επίσκεψη της τρόικας στον πρωθυπουργό, μια επίσκεψη που χρονομετρήθηκε μόλις 35 λεπτά, και μπροστά στην σκληρή στάση που κράτησε η τρόικα - αυτή τη φορά στο σύνολό της και όχι μόνο ο Πολ Τόμσεν, ο πρωθυπουργός τους ανήγγειλε ότι: «Τελειώσαμε, θα απευθυνθώ στους προϊσταμένους σας»!  Και το έκανε!

Ο πρωθυπουργός προχώρησε στο να κάνει το προφανές και αυτονόητο. Όταν δεν σε ακούνε οι «υπάλληλοι» η μόνη λύση που έχει κανείς στη διάθεσή του είναι να απευθυνθεί στους προϊστάμενους! Και έτσι ο Αντώνης Σαμαράς ήρθε, πάραυτα, σε τηλεφωνική επικοινωνία με την Άνγκελα Μέρκελ! Κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας τους η Άνγκελα Μέρκελ άκουσε τα «παράπονα» του Αντώνη Σαμαρά για τα εμπόδια που παρεμβάλλει η τρόικα στο να οριστικοποιηθεί το πακέτο αντεργατικών μέτρων.

Μετά από αυτήν τη συνομιλία η Άνγκελα Μέρκελ επανεξέτασε την πρόσκληση του Αντώνη Σαμαρά για επίσκεψη στη χώρα μας, που όταν την έκανε δεν της είχε δώσει και τόση μεγάλη σημασία ούτε ήταν ζήτημα άμεσης προτεραιότητας,  και κατέληξε ότι είναι η κατάλληλη στιγμή να επισκεφθεί την Αθήνα.

Αμέσως μετά την επίσημη δημοσιοποίηση της αναγγελίας ότι καταφθάνει στην Αθήνα η Άνγκελα Μέρκελ, οι πάντα γνωστοί και μη εξαιρετέοι δημοσιογράφοι και σχολιαστές, που εμφανίζονται καθημερινά στα κεντρικά δελτία των τηλεοπτικών σταθμών ή αρθρογραφούν σε πολύ γνωστές εφημερίδες άρχισαν να δίνουν μαθήματα προς την κυβέρνηση για την τήρηση της παραδοσιακής ελληνικής φιλοξενίας. «Να της πείτε την αλήθεια»! «Να της πείτε την πραγματικότητα»!! «Μη νομίσετε ότι δεν είναι ενημερωμένη»!!! «Είναι η τελευταία ευκαιρία μας»!!!!

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: Ποια είναι τελικά η αλήθεια, ποια είναι η πραγματικότητα, για την οποία είναι και «ενημερωμένη» η Άνγκελα Μέρκελ, ώστε η επίσκεψή της στη χώρα μας να είναι τόσο καθοριστική που θα χαρακτηριζόταν ως η τελευταία ευκαιρία γι αυτήν;

Ας εξετάσουμε το οικονομικό και πολιτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί στη χώρα μας και, ίσως, μ’ αυτόν τον τρόπο, αποσαφηνιστεί περισσότερο και ο χαρακτήρας της επίσκεψης της Άνγκελα Μέρκελ αλλά και οι εξελίξεις που ήρθαν στη συνέχεια.
¨    Η χώρα μας ανεπίσημα αλλά επί της ουσίας έχει χρεοκοπήσει. Την ίδια στιγμή παραδέρνει μέσα στην οικονομική κρίση. Το χρέος δεν θεωρείται βιώσιμο, κι αυτό λέγεται ανοιχτά πλέον από το ΔΝΤ. Για το 2012  προβλέπεται η ύφεση να φτάσει γύρω στο 7% επί του ΑΕΠ, σχεδόν πενταπλάσια απ’ αυτή που πρόβλεπαν τρόικα, ΔΝΤ και το Υπουργείο Οικονομικών. Για το 2013 προβλέπεται ύφεση 5% επί του ΑΕΠ, που όμως αφήνεται ανοιχτό και για μεγαλύτερη. Η ανεργία στους νέους έχει φτάσει στο πρωτοφανές επίπεδο του 55%. Η μετανάστευση ξαναφούντωσε κυρίως μεταξύ των νέων επιστημόνων. 400.000 οικογένειες δεν διαθέτουν ούτε ένα εργαζόμενο μέλος. Πάνω από 420.000 παιδιά ζουν κάτω από το όριο φτώχιας. Πάνω από το 52% των οικογενειών στη χώρα μας δεν εξασφαλίζουν συνθήκες υγιεινής διατροφής. Η συνολική ανεργία ξεπέρασε το 25%. Την ίδια στιγμή η κυβερνητική ΓΣΕΕ ανακοινώνει ότι η πραγματική ανεργία ξεπερνάει το 30%. Εκκρεμεί το πακέτο των 13.5 δισ. ευρώ (το καταληκτικό ύψος του πακέτου είναι άγνωστο πού θα φτάσει με επιμήκυνση ή χωρίς επιμήκυνση). Η Κριστίν Λαγκάρντ πρόβλεπε και επιβεβαιώθηκε ότι θα χρειαστούν και νέα μέτρα και ότι θα υπάρξει χρηματοδοτικό κενό. Η κυβέρνηση δεν το αρνείται και το υπολογίζει στα 12-14 δισ. ευρώ αλλά, ταυτόχρονα, δηλώνει ότι δεν θα χρειαστεί νέος δανεισμός – αλλά ποιος να την πιστέψει. Την ίδια στιγμή, ξένοι εκτιμητές υπολογίζουν ότι το νέο χρηματοδοτικό κενό θα αγγίξει τα 20 δισ. και άλλοι μιλάνε ότι ίσως ξεπεράσει τα 30 δισ. ευρώ, αυτό το τελευταίο τείνει να επισημοποιηθεί και όλο και πιο συχνά αναφέρεται. Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με την επιμήκυνση, την αναδιάρθρωση του χρέους, τις εσωτερικές αναδιαρθρώσεις που απαιτεί η τρόικα, με τις διάφορες εκδοχές για το πώς θα επιλυθεί το «ελληνικό ζήτημα». 
¨    Η κυβέρνηση, μπροστά στη δύσκολη κατάσταση που διαμορφώθηκε αισθάνθηκε να μπαίνει σε τροχιά κατάρρευσης. Είναι ενδεικτικό ότι ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε ανενδοίαστα τη δύσκολη θέση της κυβέρνησης για να απευθυνθεί στους «προϊσταμένους» της τρόικας, δια μέσου συνεντεύξεων, για να προβλέψει - και παράλληλα να στείλει το μήνυμα προς τα «έξω», ότι εάν καταρρεύσει η κυβέρνηση θα επικρατήσει το χάος στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, προς τα «μέσα» δήλωνε ότι «δεν θα γίνει η Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι». Όλα τα παραπάνω σήμαιναν επαιτεία και υποτέλεια προς τα «έξω», καταστολή προς τα «μέσα». Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι ήδη είναι φανερές οι αντιθέσεις, πραγματικές ή τεχνητές, μεταξύ των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση.
¨    Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πορεία διάλυσης. Η ΔΗΜΑΡ αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα και έχουν δημιουργηθεί φυγόκεντρες τάσεις. Η Νέα Δημοκρατία, παρ’ όλο που παρουσιάζεται να αντέχει, δεν φαίνεται ικανή ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει τις λαϊκές αντιδράσεις υπό το βάρος των αλλεπάλληλων μέτρων που παίρνει η τρικομματική κυβέρνηση και που παίζει σ’ αυτήν πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι κοινοβουλευτικές τους ομάδες πιέζονται. Συνολικά, δηλαδή, ο κυβερνητικός συνασπισμός δείχνει να κλονίζεται και τα σημάδια μιας νέας πολιτικής κρίσης στους «από πάνω» είναι εντελώς φανερά. Ήδη αυτή η κατάσταση αντιμετωπίζεται, ως ενδεχόμενο, από την άρχουσα τάξη, αφού δημοσιογραφικά της όργανα εκλαϊκεύουν την ανάγκη για ένα καινούργιο πολιτικό σκηνικό, γιατί το υπάρχον πια δεν καλύπτει τις ανάγκες της.
¨    Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διευρύνει τη βάση επιρροής του αποβάλλοντας το όποιο ριζοσπαστικό στοιχείο διέθετε ο πολιτικός του λόγος. Η επιλογή που έχει κάνει, παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τον φέρνει να ταυτίζεται η στρατηγική του με εκείνην της άρχουσας τάξης και ο πολιτικός του λόγος να φτάνει και να εξαντλείται μέχρι τον Χέλμουτ Σμίτ. Αλλά μ’ αυτόν τον τρόπο αποστερείται της δυνατότητας να αντιμετωπίσει την οικονομική πραγματικότητα της χώρας μας και  οδηγείται σε «λύσεις φυγής». Συνολικές και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με δυό λόγια: Μη πραγματοποιήσιμες.

Αυτό συμβαίνει, γιατί γνωρίζει από τώρα ότι δεν θα διαθέτει, ως πιθανή κυβέρνηση, τα οικονομικά εργαλεία για να στοιχειοθετήσει και κατ’ επέκταση να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική κόντρα στο μνημόνιο, αυτό που υποσχέθηκε. Γι αυτό το λόγο όλο και βαραίνουν, ως προς το οικονομικό του πρόγραμμα, αναλύσεις τύπου Γιώργου Σταθάκη, που πρόσφατα διαβάσαμε και που φέρνουν τη σταθεροποίηση της οικονομίας και ως επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ. Όλοι μας, όμως, ξέρουμε πως σταθεροποίηση στην οικονομία σημαίνει λιτότητα για τους εργαζόμενους, για να έρθει κάποτε - άραγε πότε, και η περιβόητη ανάπτυξη. Πάλι οι εργαζόμενοι στην πρέσα και με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρακτικά, όμως, αυτές οι επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνουν εγκατάλειψη της όποιας αντιμνημονιακής πολιτικής, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεται.

Παράλληλα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί πολιτικά γεγονότα, όπως ήταν το ζήτημα των λιστών, οι χειρισμοί γύρω από αυτές με την εμπλοκή πολιτικών προσώπων, όπως, επίσης, κι αυτήν την ίδια την επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ. Ο στόχος σαφής. Να πλήξει ταυτόχρονα ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία και ΔΗΜΑΡ, προκειμένου να ενισχύσει την επιρροή του στη βάση αυτών των κομμάτων και να καρπωθεί από τη διάχυτη γενική δυσαρέσκεια που επικρατεί στους εργαζόμενους και συνολικά στον ελληνικό λαό.
¨    Οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» προσπαθούν να εμφανιστούν στο ρόλο του υπερασπιστή της ισοτιμίας της χώρας μας στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς τη Γερμανία και τους άλλους εταίρους, παρουσιάζοντας  υποτελή την κυβέρνηση και τα κόμματα που τη στηρίζουν, ότι υποχωρεί αυτή μπροστά στην ηγεμονική στάση της Άνγκελα Μέρκελ και την πολιτική της, η οποία οδηγεί ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μια αδιέξοδη πορεία. Προφανώς εκφράζει τις ανησυχίες ενός τμήματος της άρχουσας τάξης, που βλέπει να οξύνεται επικίνδυνα η οικονομική και η πολιτική κατάσταση στη χώρα. Δεν είναι λίγοι οι σχολιαστές που αναφέρονται στην εσωτερική κατάσταση αυτού του κόμματος και την περιγράφουν ως σημαντικά προβληματική.   
¨    Η ηγεσία του ΚΚΕ, του δικού μας Κόμματος, παρουσιάζεται αμήχανη. Στερείται ουσιαστικού πολιτικού λόγου. Μπροστά στην όξυνση της οικονομικής κρίσης και στο πως εκφράζονται ανοιχτά, πλέον, οι σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης  με τη χώρα μας και ιδιαίτερα με τις ηγετικές της δυνάμεις, μπροστά στο τι πολιτικά συμπεράσματα αναδεικνύονται από τις τρέχουσες εξελίξεις, στο τι καθήκοντα μπαίνουν δεν φαίνεται να μπορεί να σταθεί κριτικά ως προς την πολιτική γραμμή που ακολούθησε και ακολουθεί, να πάρει σημαντικές πρωτοβουλίες για να ανατρέψει το σε βάρος του Κόμματος κλίμα.

Εμφανίζεται σαν να μην έχει αποφασίσει «για το τι πρέπει να αφήσει και το τι πρέπει να πιάσει». Εξακολουθεί να υποστηρίζει μια πολιτική γραμμή, που δοκιμάστηκε και δεν έγινε αποδεκτή από τους εργαζόμενους αλλά και που συγκρούεται καταφανώς πια με τη ζωντανή πραγματικότητα. Τώρα πια είναι πασιφανής η έλλειψη μιας τακτικής που θα συνδύαζε τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων με τη διέξοδο από την οικονομική κρίση και την αντιμετώπιση της χρεοκοπίας στην κατεύθυνση που πρόβλεπε το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου.

Ο «μικρός ιμπεριαλιστής» κατάντησε έρμαιο της τρόικας και δημόσιος επαίτης της Άνγκελα Μέρκελ. Από τη μια η τρόικα πρότεινε την απαλλαγή των τραπεζών από τα 550 εκ. ευρώ που οφείλουν στο κράτος και αντέτεινε και αντιτείνει νέες μειώσεις μισθών, απαίτησε (δίκην αστείου) μέχρι και την εκκένωση των νησιών μας με λίγους κατοίκους (μέχρι 150). Από την άλλη η Άνγκελα Μέρκελ απλώνει μακρύτερα και χώνει πιο βαθιά το χέρι της στην οικονομία της χώρας. Προσεύχεται(!), όμως, για τους εξαθλιωμένους εργαζόμενους,  ενώ, την ίδια στιγμή, οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας πηγαίνουν στο FYROM ακόμη και για ένα κούρεμα ή στη διπλανή Βουλγαρία για να αγοράσουν πιο φτηνά τρόφιμα! Είναι ενδεικτικό ότι 32.000 αυτοκίνητα πέρασαν τον προηγούμενο Αύγουστο στη FYROM για προμήθειες τροφίμων και καυσίμων.
¨    Τέλος, η «Χρυσή Αυγή», προπαγανδίζοντας με ανοιχτά προβοκατόρικο τρόπο ότι θα είναι η επόμενη ηγεσία της χώρας έχει περάσει σε μια πολύ πιο επιθετική στάση, αντιγράφοντας χιτλερικές μεθόδους, με καθαρό στόχο να τρομοκρατήσει τον ελληνικό λαό, να του καλλιεργήσει άκρως συντηρητικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά, να του αναστείλει το αγωνιστικό φρόνημα.

Είναι αδιαμφισβήτητα το μακρύ χέρι της άρχουσας τάξης και ενθαρρύνεται για τη δράση της απ’ αυτήν σε συγκεκριμένο, καλά σχεδιασμένο και κατευθυνόμενο ρόλο. Δημαγωγεί στη βάση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας για να επιδεικνύεται ότι υπερασπίζεται την εθνική ανεξαρτησία και την υπερηφάνεια του ελληνικού λαού. Εκμεταλλεύεται την οικονομική κρίση και την εξαθλίωση και πατώντας πάνω στα αισθήματα ανασφάλειας καθημερινά προσπαθεί να διεισδύει στους εργαζόμενους και τη νεολαία. Την ίδια ώρα, όμως, δεν βάζει θέμα εξόδου από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση με πρόσχημα ότι «έχουμε πληρώσει ακριβά το ευρώ».

Από κάθε άποψη, λοιπόν, η κατάσταση στην Ελλάδα δεν είναι καλή αλλά υπό το πρίσμα της θεώρησης και της αντιμετώπισης μιας μεγάλης δύναμης, που κυριαρχεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση,  είναι ευνοϊκή, και στην προκειμένη περίπτωση ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τη Γερμανία. Και είναι φυσικό η στάση της Γερμανίας να επιδρά και να βαραίνει στην επίλυση του «ελληνικού ζητήματος».

Είναι ευνοϊκή και για έναν άλλο λόγο, πολύ σημαντικό, που δυστυχώς υπάρχει, ενώ δεν θα έπρεπε.

Το εργατικό κίνημα, παρά το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις έδειξαν ότι είναι ζωντανές οι αγωνιστικές διαθέσεις στους εργαζόμενους, εν τούτοις, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι, αυτήν τη στιγμή, είναι σε θέση να ανατρέψει την κυρίαρχη πολιτική που εφαρμόζεται. Και εδώ υπάρχουν καίριες ευθύνες για την κατάσταση του εργατικού κινήματος. Ευθύνες που δεν είναι μόνο των ξεπουλημένων ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού, της Αυτόνομης Παρέμβασης, που σέρνεται τόσο καιρό πίσω από τον κυβερνητικό συνδικαλισμό της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ. Υπάρχουν ευθύνες και στην ηγεσία του Κόμματος για το πώς σχεδίασε και εκπληρώνει το ρόλο του ΠΑΜΕ.

***
Μέσα σ’ αυτό το πολύ συγκεκριμένο τοπίο για τη χώρα μας και τους εργαζόμενους πραγματοποιήθηκε η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ,  η οποία ήρθε  στην Ελλάδα και έφυγε απ’ αυτήν, ως επικυρίαρχη μιας χρεοκοπημένης χώρας (που η ίδια με την οικονομική πολιτική, που επιβάλλει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, συνέβαλε αποφασιστικά, και κατά τη γνώμη μας και σχεδιασμένα, να φτάσει ως εδώ που έφτασε), σε ένα ταξίδι με πολλαπλές σκοπιμότητες.

Είναι η κατάλληλη στιγμή η Γερμανία να διεισδύσει περισσότερο στην Ελλάδα. Να αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική της θέση. Να κερδίσει ακόμη περισσότερο από τα φιλέτα των αποκρατικοποιήσεων. Ήδη είχε εκδηλωθεί το ζωηρό ενδιαφέρον από την πλευρά της Γερμανίας για επενδύσεις στην ενέργεια, για κρατικές βιομηχανίες, σιδηροδρόμους, για το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, για τα πετρέλαια, για επενδύσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση (διαχείριση και επεξεργασία απορριμμάτων), στην υγεία, να καταστήσει ολόκληρη την Ελλάδα μια ΑΟΖ.

Είναι, όμως, και μια επίσκεψη που έγινε την ίδια στιγμή, που οι «Νότιοι» της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντώνται και συντονίζουν τη στάση τους, που ο Μόντι δηλώνει ότι πρέπει να προχωρήσουν οι αποφάσεις της Συνόδου του περασμένου Ιούνη και που πρόβλεπαν την τραπεζική ενοποίηση, κάτι που αρχικά δέχτηκε η Γερμανία για να αρνηθεί και να σαμποτάρει στη συνέχεια.

Είναι και η στάση των ΗΠΑ, που αντανακλάται στη στάση του ΔΝΤ, που πλέον η αντιπαράθεση Σόϊμπλε και Λαγκάρντ έχει πάρει ανοιχτό και ξεκάθαρο χαρακτήρα. Ορισμένοι παρατηρητές σχολιάζουν και προβλέπουν ότι ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές η στάση των ΗΠΑ θα γίνει πιο ξεκάθαρα σκληρή απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εν όψει και των εξελίξεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και ευρύτερα, γεγονός που σαφώς επηρεάζει και τη χώρα μας και το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό.

Παραπέρα, αναμένεται να κλείσει το πακέτο των μέτρων με παραπάνω από 9 δισ. σε μειώσεις μισθών και συντάξεων, να ρυθμιστούν εργασιακές σχέσεις, να προωθηθούν οι περίφημες αναδιαρθρώσεις, ό,τι, δηλαδή, τόσο καιρό πίεζε ασφυχτικά η Γερμανία και εξυπηρετεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και την υποτίμηση της εργατικής δύναμης, να ολοκληρωθούν τα 89 μέτρα, «κληρονομιά» της κυβέρνησης Παπαδήμου, για την οποία πλέον μπήκε όρος από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (προϋπόθεση για να εκταμιευτεί η επόμενη δόση των 31 δισ. ευρώ πρέπει να ολοκληρωθούν αυτά τα μέτρα με ψήφιση στη βουλή και εφαρμογή τους στην πράξη και ψήφιση νέου φορολογικού νόμου). Δηλαδή φανερά και απροκάλυπτα νομοθετεί στην Ελλάδα η τρόικα και η ελληνική Βουλή απλώς επικυρώνει.

Φυσικά στην κατεύθυνση αυτή η στήριξη της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά - στήριξη που αυτονόητα παρέχεται από μόνο το γεγονός της επίσκεψης, πέραν των άλλων επιδιώξεων της Άνγκελα Μέρκελ - χρειάζεται πριν απ’ όλα για την εξυπηρέτηση των ευρύτερων σχεδίων της ίδιας της Γερμανίας.

Μια κατάρρευση της κυβέρνησης και της Ελλάδας εκ των πραγμάτων θα έχει σοβαρές επιδράσεις συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα «αντέχει» μέχρι το Νοέμβρη (μέχρι το Γενάρη, λένε άλλοι). Αυτό λέγεται. Το δηλώνει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Αυτήν τη στιγμή για την προστασία συνολικά των συμφερόντων της Γερμανίας και του ρόλου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και για τη μεγάλης σημασίας γεωστρατηγική περιοχή της Μέσης Ανατολής είναι αναγκαίο να στηριχτεί η ελληνική κυβέρνηση και η Νέα Δημοκρατία, που είναι η μόνη σχετικά σταθερή πολιτική δύναμη στην τρικομματική κυβέρνηση(όσο σταθερή είναι κι αυτή και όση σταθερότητα τελικά της προσδίδει η Άνγκελα Μέρκελ).

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, από την πλευρά της κυβέρνησης, επιχειρείται να δοθεί μια πιο ευρεία ερμηνεία:  «Για το επιτελείο του κ. Σαμαρά η επιλογή της κυρίας Μέρκελ να επισκεφθεί την Αθήνα είναι ένας πολιτικός συμβολισμός βαθύτατα ιστορικός και με αυτήν επιδιώκει να σταματήσει τη συζήτηση για πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και να στείλει μήνυμα στις αγορές» μας πληροφορεί το ηλ. «Βήμα».

Είναι πολύ πρόωρο ακόμη να δώσει κανείς μια τέτοια ερμηνεία, τόσο βολική για την κυβέρνηση. Και δεν μιλάμε για τον «ιστορικό» της χαρακτήρα. Μιλάμε για άμεσα και πρακτικά αποτελέσματα. Γιατί και η δόση των 31 δισ. μετατίθεται για μετά τα μέσα του Νοέμβρη, αφού το προσεχές Eurogroup «δεν πρόκειται να πάρει σοβαρές αποφάσεις για την Ελλάδα», μας ξεκαθαρίζουν οι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ «κλειδώνει» την Ελλάδα στη ζώνη του ευρώ και με την έννοια αυτή της εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη λεγόμενων  αγορών, όπως διακαώς επιθυμεί η κυβέρνηση.

Όλα θα εξαρτηθούν, σ’ αυτό το επίπεδο, από την πολιτική διαπραγμάτευση, που θα γίνει τώρα στο πλαίσιο του Eurogroup, η οποία θα είναι μάλλον όχι τόσο ευνοϊκή για τη χώρα μας και με πολλούς αστερίσκους και υποσημειώσεις. Και εξ αυτού προκύπτει ότι οι μέρες που έρχονται θα φέρουν στην Ελλάδα πρόσθετες δυσκολίες. Πράγμα που σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπροστά στην πολλαπλώς επιβεβαιωμένη αλήθεια, στην «ανάγκη» για αλλεπάλληλα μέτρα, που θα εξαθλιώσουν ακόμη περισσότερο τους εργαζόμενους και ότι η παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ δεν είναι εξασφαλισμένη. Άλλωστε η Άνγκελα Μέρκελ ξεκαθάρισε ότι: «Εύχομαι και ελπίζω να παραμείνετε στο ευρώ», έστω κι αν μετά την επίσκεψή της στην Αθήνα τροποποίησε κάπως τις δηλώσεις της. Ως προς την πραγματική της στάση και οι νέες δηλώσεις δεν αποσαφηνίζουν τα πράγματα.

Οι απαιτήσεις της τρόικα, μετά την επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ, πολλαπλασιάστηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε αποτυπώθηκαν στη φράση ανώτατου στελέχους του υπουργείου οικονομικών ότι «αυτοί ζητάνε τη μάνα τους και τον πατέρα τους»(!), γεγονός που δείχνει ότι στην πράξη η τρόικα είναι το πραγματικό αφεντικό στη χώρα μας, αφού ανατρέπει το σχεδιασμό της κυβέρνησης που βιαζόταν να κλείσει το πακέτο μέτρων όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Τελικά επεκράτησε η τρόικα με «το έτσι θέλω», δηλαδή παρεμβάλλοντας συνεχώς καινούργιες απαιτήσεις, και η κυβέρνηση σύρθηκε στην κυριολεξία πίσω απ’ αυτήν σε ένα ρεσιτάλ υποτέλειας με μπόλικες δόσεις «αντίστασης»!

Την ίδια στιγμή υπάρχουν και οι εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που, πιο καθαρά από ποτέ, η επικεφαλής του, η Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση που περνάει. Πράγμα που οδηγεί στη πολυσηζητημένη επιμήκυνση του προγράμματος διάσωσης και στην πιθανή αναδιάρθρωση του χρέους.

Η λύση, όμως, που προτείνει η Λαγκάρντ συγκρούεται με τα συμφέροντα της Γερμανίας, έχει κόστος γι αυτήν, ενώ, από την άλλη, και παράλληλα, γίνεται μια προσπάθεια να ενταχθεί σε μια συνολικότερη λύση - ρύθμιση, που θα αφορά την Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Κύπρο - η οποία, μέχρι στιγμής, δεν προτίθεται να υπογράψει ένα μνημόνιο με τους όρους που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή, όμως, η ρύθμιση θα είναι προϊόν πολιτικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των «ισότιμων εταίρων» και παρουσία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας. Στη συνάντηση του Eurogroup στις 18 του Οκτώβρη ο πρωθυπουργός πηγαίνει με τη φιλοδοξία να αποσπάσει μια φράση για την Ελλάδα. Μια αναφορά!

Σε κάθε περίπτωση, και σε όποιο πλαίσιο τελικής ρύθμισης και με όποιο πακέτο μέτρων αποφασιστεί για τη χώρα μας (οι διαπραγματεύσεις με την τρόικα θα συνεχιστούν και μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup), δεν πρόκειται τα πράγματα να γίνουν πιο εύκολα για τη χώρα μας και σε ό,τι αφορά το χρέος και σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση. Αντίθετα. Θα οξυνθούν θεαματικά τα προβλήματα των εργαζομένων με μεγάλη βεβαιότητα και μακροχρόνια, αφού, πλέον, έχει αναιρεθεί στην πράξη κάθε εργατική κατάκτηση. Μόνο το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι θα καταλήξουν να ζουν με βάση τον κατώτατο μισθό μας βεβαιώνει για το καθεστώς ανέχειας και εξαθλίωσης που θα περιέλθουν. 

Το συμπέρασμα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε εξελίξεις, και ιδιαίτερα μετά τις αμερικάνικες εκλογές, που σημάδια της ήδη αρχίζουν να φαίνονται και που απ’ ότι μπορεί να υπολογίζει κανείς θα είναι πολύ σημαντικές για το μέλλον της χώρας μας, για τη στάση της άρχουσας τάξης, για το πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί, για την κοινωνική κατάσταση που θα επικρατήσει, σ’ ένα γεωστρατηγικό περιβάλλον που διασταυρώνονται τα αντίθετα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, με «παρούσες» την οικονομική κρίση και την χρεοκοπία της χώρας μας, γεγονός το οποίο καθιστά τις εξελίξεις πιο περίπλοκες και πιο σύνθετες. 

Το κυρίαρχο ζήτημα που αναδεικνύεται, σ’ αυτές τις συνθήκες, είναι το ποια πρέπει να είναι η διέξοδος, ποια είναι τα καθήκοντα του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Αλλά αυτό το ζήτημα θα είναι το αντικείμενο της δεύτερης συνέχειας της ανάλυσης.

(Ακολουθεί το δεύτερο μέρος)