Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Τα λάθη τακτικής της ηγεσίας του Κόμματος κατά την περίοδο των εκλογών του Μάη και Ιούνη Μέρος τρίτο


6. Η επίδραση της χρεοκοπίας και της κρίσης στη λαϊκή συνείδηση

Τι σημαίνει, πρακτικά, για τη ζωή του έλληνα εργαζόμενου, για την καθημερινότητά του και για το μέλλον του, αυτή η οικονομική χρεοκοπία, που αναφερθήκαμε στο πρώτο μέρος, σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση - παγκόσμια, ευρωενωσιακή και ελληνική και που δεν προβλέπεται να ξεπεραστεί ούτε σύντομα ούτε χωρίς βαρύτατες συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα μικροαστικά στρώματα αλλά και για την ίδια την άρχουσα τάξη, που ένα μέρος της οπωσδήποτε θα καταστραφεί;

• Σημαίνει την κατάρρευση ενός οράματος και μιας πολιτικής. Τη χρεοκοπία μιας προοπτικής, της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής προοπτικής, για την οποία χύθηκε πολύ μελάνι και για την οποία εκτέθηκε όλη η αστική διανόηση, μαζί της και εκείνη η διανόηση, που διεκδικούσε αριστερές ανανεωτικές δάφνες αξιοποιώντας τις (απαρνημένες) αριστερές καταβολές της.

• Σημαίνει την έλλειψη σιγουριάς για το «απ’ εδώ και μπρος» και «προς τα πού», την επανατοποθέτηση του πολιτικού, του οικονομικού και του αναπτυξιακού προβλήματος της χώρας μας. Γιατί τι βλέπει ο εργαζόμενος λαός; Βλέπει από την Άνοιξη του 2010 - για να μην πάμε πιο παλιά, να υπογράφονται και να εφαρμόζονται μνημόνια, δανειακές συμβάσεις, μεσοπρόθεσμα προγράμματα, εφαρμοστικοί νόμοι, να παίρνονται σκληρά αντιλαϊκά μέτρα σε κάθε επίπεδο, όμως, η κρίση να μην ξεπερνιέται ούτε στη χώρα μας αλλά ούτε και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το δημόσιο χρέος να μην αντιμετωπίζεται. Αντίθετα η κρίση να βαθαίνει και παρά τα μέτρα που παίρνονται οι ημερομηνίες για την πολυπόθητη ανάκαμψη όλο και να μετατοπίζονται για αργότερα. Από το 2010 πήγαν στο 2012 μετά πήγαν στο 2014 για να μετατεθούν ξανά για το 2016 και βλέπουμε…

• Σημαίνει, παραπέρα, την ανάπτυξη αντιφατικών συναισθημάτων μέσα στο λαό και τους εργαζόμενους - τιμωρίας για τους υπεύθυνους από τη μια και ανησυχίας και φοβίας για το μέλλον τους από την άλλη, και μέσα σε ένα καθεστώς εντεινόμενης ανέχειας, χωρίς να έχουν κάτι χειροπιαστό και σίγουρο μπροστά τους και στο πλαίσιο ενός διεθνούς περιβάλλοντος οικονομικής και γενικότερης κρίσης που τους πιέζει ασφυχτικά, , που τελεί κάτω από τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό αλλά και κάτω από τον ισχυρό απόηχο των αντεπαναστατικών ανατροπών των καθεστώτων των σοσιαλιστικών χωρών της Κ. και Αν. Ευρώπης, της αναβίωσης του φασισμού και της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος. Με λίγα λόγια δεν «βλέπουν» να υπάρχει μέλλον, πολύ περισσότερο δεν κατασταλάζουν εύκολα στο ποιο πρέπει να είναι αυτό το μέλλον.

Και, έτσι, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, στις εκλογές της 6ης του Μάη, και μέσα σε ένα κλίμα σημαντικής ελευθερίας και κινητικότητας των λαϊκών μαζών αυτές «περιορίστηκαν» - από πρώτη ματιά, στην τιμωρία. Και τα αστικά κόμματα του δικομματισμού τιμωρήθηκαν. Το αστικό πολιτικό σύστημα δέχτηκε ένα πολύ καθαρό και ισχυρότατο χτύπημα από τη λαϊκή ετυμηγορία. Αυτό δείχνει το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης. Ένα χτύπημα που μόνο με όρους πολιτικής κρίσης μπορεί να αντιμετωπιστεί και να εκτιμηθεί.

Κι αυτό το χτύπημα τα αστικά κόμματα το κατάλαβαν πολύ καλά και το μέτρησαν, επίσης, πολύ καλά, γιατί από μόνο του αυτό το γεγονός είναι μια ισχυρή πράξη αντίστασης των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών στο σύνολό τους. Μια πράξη που δείχνει ότι τα εργατικά - λαϊκά αντανακλαστικά είναι ευαίσθητα και λειτουργούν και πάνω απ’ όλα κατανοούν.

Από την άλλη , όμως, οι λαϊκές μάζες δεν ήταν, και δεν είναι ακόμη, έτοιμες να απαρνηθούν άμεσα και ολοκληρωτικά το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση (πολύ περισσότερο δεν είναι έτοιμες να δεχτούν και να αγωνιστούν για το σοσιαλισμό). Πρόκειται για μια «εξ ανάγκης και καταναγκαστική σχέση».

Εδώ, είναι φανερό, ότι παίζει ρόλο ο φόβος αλλά και η έλλειψη ενός εναλλακτικού και συγκεκριμένου προγράμματος, που με  βάση την αντιμετώπιση των άμεσων προβλημάτων των εργαζομένων θα αφορούσε σε ώριμα και συγκεκριμένα κρατικομονοπωλιακά μέτρα, που θα αποτελούσαν και συγκεκριμένα βήματα προς το σοσιαλισμό στο επίπεδο της υλικής βάσης της κοινωνίας αλλά θα χρησίμευαν και ως αποφασιστικός μοχλός ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα.

Κι αυτά τα δύο χαρακτηριστικά - το φόβο και την έλλειψη εναλλακτικού προγράμματος, τα δείχνουν πολύ καθαρά τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης του Μάη. Τα αστικά κόμματα και αυτήν την πλευρά του εκλογικού αποτελέσματος την κατάλαβαν και τη μέτρησαν πάρα πολύ καλά. Και την αξιοποίησαν για να θέσουν τα διλήμματά τους. Άλλωστε είναι αυτά τα κόμματα που καλλιεργούν συστηματικά αυτόν το φόβο και τη χυδαία κινδυνολογία.

Μπροστά στο γεγονός της έλλειψης ενός τέτοιου προγράμματος, μπροστά στο γεγονός ότι η ηγεσία του Κόμματος πρακτικά είχε κάνει ένα άλμα προς τα μπρος μιλώντας ουσιαστικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση, οι λαϊκές μάζες «πιάστηκαν» από το «χειροπιαστό» επιχείρημα της αντιμετώπισης της μνημονιακής πολιτικής και σε συνδυασμό με τις αλλοπρόσαλλες θέσεις της ηγεσίας του Κόμματος για το ζήτημα της διακυβέρνησης (στην πραγματικότητα πριμοδότηση της ακυβερνησίας κλπ.)  στράφηκαν και ενίσχυσαν το ΣΥΡΙΖΑ. Κανείς δεν δικαιούται να αντιστρέφει την πραγματικότητα, να κατηγορεί τις λαϊκές μάζες ότι παρασύρθηκαν από τις αυταπάτες τους.

Το γεγονός, όμως, ότι στις εκλογές της 6ης του Μάη ο ελληνικός λαός τιμώρησε το δικομματισμό και το ΛΑΟΣ αποδεικνύει καθαρά ότι καταδίκασε στο πρόσωπό τους και τη μνημονιακή πολιτική. Η μνημονιακή πολιτική είναι η γενικευμένη έκφραση της οικονομικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για την Ελλάδα ισχύει και εφαρμόζεται μέσα από επίσημες συμφωνίες. Εμμέσως μεν πλην σαφώς καταδίκαζε, ταυτόχρονα, και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η καταδίκη της μνημονιακής πολιτικής ήταν στοιχείο πολιτικής ωρίμανσης του ελληνικού λαού, ανεξάρτητα αν αυτή δεν έφτασε μέχρι την ανοιχτή καταδίκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο επίπεδο της απαίτησης για αποδέσμευση απ’ αυτήν.

Είναι απόλυτα ισχυρό το συμπέρασμα ότι ο ελληνικός λαός, με το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης του Μάη, δημιούργησε ένα σοβαρό ρήγμα στην εξ ανάγκης και καταναγκαστική σχέση του με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τέτοιο ρήγμα που την αστική τάξη της χώρας μας την έζωσαν τα φίδια για την πραγματικότητα που έτεινε να διαμορφωθεί, παρά το γεγονός ότι την ίδια στιγμή επικαλούνταν τις δημοσκοπήσεις που καταδείκνυαν ότι το 80%, και παραπάνω, του ελληνικού λαού δεν ήθελε την έξοδο από το ευρώ και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και από ποιο στοιχείο αποδεικνύεται ότι την αστική τάξη την έζωσαν τα φίδια; Από το γεγονός ότι και τα τρία κόμματα που σήμερα αποτελούν την κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά δεσμεύτηκαν από τα πριν, πριν δηλαδή τις εκλογές της 17ης του Ιούνη, ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες οι εκλογές του Ιούνη θα πρέπει να δώσουν κυβέρνηση. Ήταν το κύριο στοιχείο της πολιτικής τους στάσης.
Σήμερα γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η γνώμη του ελληνικού λαού σε σχέση με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μεταστραφεί. Το ποσοστό απόρριψης και δυσπιστίας ως προς το ευρώ και την Ευρωπαϊκής Ένωση ξεπερνάει το 60%, μετά και την πολιτική που εφαρμόζεται στη χώρα μας από την τρικομματική κυβέρνηση. Και αυτό το στοιχείο είναι το κύριο στοιχείο της πολιτικής κρίσης και της στάσης του ελληνικού λαού απέναντι στο αστικό πολιτικό σύστημα. Οι «από κάτω» δεν εμπιστεύονται τους «από πάνω» αλλά δεν εμπιστεύονται και το ευρώ ούτε και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παραπέρα ο ένας από τους δύο πυλώνες του δικομματισμού, το ΠΑΣΟΚ, διαλύεται και αυτό το γεγονός δεν πρέπει να αξιολογηθεί μόνο από την άποψη της κατάντιας ενός σοσιαλδημοκρατικού αστικού κόμματος αλλά, ως διαλυτικό στοιχείο του αστικού πολιτικού συστήματος, ακόμη και από την άποψη ότι η ανασύσταση του δικομματισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση, γιατί ο ελληνικός λαός διαθέτει πολύ  μεγάλη συσσωρευμένη εμπειρία. Με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ εκτίθεται σε πολύ μεγαλύτερους κινδύνους απ’ ότι το ΠΑΣΟΚ μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την πλευρά του τη δεκαετία του ’80.

7. Η επιμονή της άρχουσας τάξης στην ίδια στρατηγική

Παρ’ όλα αυτά - τα όσα και όποια συνέβησαν στο επίπεδο της οικονομίας της χώρας, η αστική τάξη της χώρας μας, αυτήν τη στιγμή τουλάχιστον, επιμένει στην ίδια στρατηγική αντίληψη και δεν είναι δυνατόν να μην επιμένει. Κανείς δεν πρέπει να ξεχνάει ότι η αστική τάξη δεν παραιτείται ποτέ από τους στόχους της, πολύ περισσότερο που αυτοί έχουν να κάνουν με την ίδια τη στρατηγική της, με το πώς αντιλαμβάνεται τους γενικότερους, γεωστρατηγικούς, όρους ύπαρξή της. Ότι διαθέτει απόθεμα μεγάλης πολιτικής εμπειρίας και ικανότητα στους χειρισμούς. Κι αυτό αποδείχτηκε.

Ο πρόεδρος του ΣΕΒ έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αδιαπραγμάτευτη επιλογή, ανεξάρτητα αν ταυτόχρονα δήλωνε παλιότερα ότι το μνημόνιο είναι ξεπερασμένο. Η δήλωση αυτή δεν αποσκοπούσε στο ξεπέρασμα της μνημονιακής πολιτικής. Αντίθετα. Ο ΣΕΒ επιμένει στην εφαρμογή μιας τέτοιας πολιτικής. Ο ΣΕΒ δεν προστέθηκε στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, όπως ορισμένοι βιάστηκαν να του προσάψουν μια τέτοια κατηγορία για να καταλήξουν σε λάθος συμπεράσματα.

Γι αυτό άλλωστε στα διλήμματα, που τέθηκαν κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις «μέσα ή έξω» από την Ευρωπαϊκή Ένωση, «ευρώ ή δραχμή» απάντησε και απαντάει με έμφαση «μέσα» και «ευρώ». Απαντάει μ’ αυτόν τον τρόπο αγνοώντας, ακόμη, και τις παραινέσεις οικονομικών αναλυτών - ξένων και ελλήνων, που δεν έχουν καμία σχέση με το κομμουνιστικό κίνημα, που κινούνται στο έδαφος της πραγματικότητας και που προτρέπουν για την έξοδο της χώρας μας, τουλάχιστον, από το ευρώ και την επιστροφή στη δραχμή (μερικοί προτρέπουν και για συνολική έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση).

Το αποτέλεσμα, βέβαια,  μιας ανάλογης κίνησης θα είναι η δραχμή να υποτιμηθεί σε σχέση με το ευρώ  (και άλλα νομίσματα) αλλά η χώρα, εκ των πραγμάτων, θα έχει κάνει ένα πρώτο βήμα να ανακτήσει τα οικονομικά της εργαλεία και πάλι, με πρώτο το νόμισμα. Σε αυτό το γεγονός ελπίζουν και οι παραπάνω οικονομολόγοι. Αναγκαστική εναλλακτική κίνηση - για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, για λογαριασμό της άρχουσας τάξης, την οποία η αστική τάξη της χώρας την απορρίπτει, προς το παρόν, αλλά που μπορεί να αποτελέσει και ένα καταφύγιο γι αυτήν.

Οι αναλυτές αυτοί υπολογίζουν ότι με την έξοδο από το ευρώ, και μένοντας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η χώρα μας θα κατορθώσει να αξιοποιήσει οικονομικούς τομείς που διαθέτει πλεονέκτημα, όπως ο τουρισμός λ.χ., και θα κατορθώσει να ανακάμψει περνώντας, φυσικά, μια πολύ δύσκολη οικονομική περίοδο, μικρότερη ή μεγαλύτερη, που θα τη ζήσει στο πετσί του ο ελληνικός λαός υφιστάμενος πολύ σοβαρές θυσίες. Οπότε μπορεί να ελπίζει ότι θα επανέλθει ξανά στο ευρώ και στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα πρόκειται για μια κίνηση που απαλλάσσει από ορισμένα βάρη και την Ελλάδα και τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μια τέτοια κίνηση είναι μέσα στους προβληματισμούς τους.

Ένας τέτοιος, παρόμοιος, προβληματισμός είχε εκφραστεί και από τους πιο έγκυρους και πιο επίσημους οικονομικούς παράγοντες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, πριν την τελική συμφωνία για το δεύτερο μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση. Η άρνηση Βενιζέλου στην πρόταση - ενδεχόμενο του Σόϊμπλε αντανακλά τη σταθερή, για την ώρα, θέση της άρχουσας τάξης για την παραμονή της στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

8. Η έξοδος και τα παρεπόμενα της εξόδου από το ευρώ

Πρέπει να πούμε, όμως, ότι η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή, ενώ, από τη μια, ανοίγει μια προοπτική ανάκτησης των οικονομικών εργαλείων, από την άλλη, δεν σημαίνει και ολοκληρωτική ανάκτηση αυτών των οικονομικών εργαλείων της για την άσκηση μιας αυτοτελούς οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής, που, με την όποια προσδοκώμενη επιτυχία, θα οδηγούσε την οικονομία σε έξοδο από την κρίση, ούτε ότι θα έπαυε να υπάρχει ο κίνδυνος της επίσημης χρεοκοπίας της χώρας.

Επίσης, δεν σημαίνει ότι δεν θα επηρεαζόταν  αποφασιστικά από την ασκούμενη οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κυρίως τη δημοσιονομική, πολύ περισσότερο από την οικονομική της κρίση, ότι θα απαλλασσόταν εύκολα από τα βάρη των δανειακών της υποχρεώσεων. Επομένως η έξοδος από το ευρώ με την ταυτόχρονη παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποτελεί μια σίγουρη λύση του οικονομικού της προβλήματος, της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας, της αναπτυξιακής της προοπτικής.

Είναι, όμως, μια «λύση» που αντιστοιχεί σε μια πραγματική οικονομική κατάσταση της χώρας μας και σε μια εξίσου πραγματική οικονομική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως συμβαίνει και με άλλες χώρες αυτή τη στιγμή. Άλλωστε η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, και ειδικά ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία, αντιμετωπίζουν, χωρίς επίσημα να το παραδέχονται, και την περίπτωση μιας «καθώς πρέπει»  εκδίωξης της χώρας από το ευρώ με την ταυτόχρονη παραμονή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια πιθανή έξοδος από το ευρώ είναι μια σημαντική, έστω κι αν είναι μερική, αναίρεση της στρατηγικής επιλογής της αστικής τάξης της χώρας, ένα καθαρό και απ’ ευθείας χτύπημα στο «όραμά» της. Πολύ περισσότερο που το αρχικό οικονομικό πρόταγμα ήταν επενδυμένο με πολλές υποσχέσεις και το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι τραγικό για τον ελληνικό λαό αλλά και για την ίδια την αστική τάξη, γιατί, όπως ήδη σημειώσαμε, σήμαινε και τη μερική της καταστροφή.

Όλα τα παραπάνω αφορούν στο επίπεδο της οικονομίας. Στο επίπεδο της πολιτικής το πρόβλημα της εξόδου από το ευρώ θα αντιμετωπιζόταν είτε από τις αστικές δυνάμεις προς όφελος της άρχουσας τάξης (και, στην καλύτερη περίπτωση, κάτω από την πίεση ενός εργατικού και γενικότερα λαϊκού κινήματος, που θα αντιπάλευε τη μνημονιακή πολιτική με άμεσο στόχο την αποδέσμευση από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση), και με την έννοια αυτή σαφώς θα είχε και τις αντίστοιχες οικονομικές συνέπειες σε βάρος των λαϊκών μαζών,  είτε από τις αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δημοκρατικές δυνάμεις προς όφελος των αντίστοιχων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπούσαν, και στο πλαίσιο αυτό θα αντιμετώπιζε τις όποιες οικονομικές συνέπειες μέσα από ένα συγκεκριμένο οικονομικό και αναπτυξιακό πρόγραμμα, που δεν θα επέτρεπε η έξοδος από το ευρώ να μετατραπεί σε μπούμερανγκ για τις λαϊκές μάζες.

 Άρα το δίλημμα αυτό ήταν και είναι πραγματικό δίλημμα και η άρχουσα τάξη, ως προς την ουσία του διλήμματος και για δικό της λογαριασμό, δεν παραπλανούσε τις λαϊκές μάζες στις εκλογές. Το δίλημμα αυτό τέθηκε για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης της χώρας μας και της χρεοκοπίας από την πλευρά της άρχουσας τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων και απάντησαν ότι προϋπόθεση για να ξεπεραστεί η κρίση είναι η συμμετοχή στο ευρώ με κάθε κόστος.

Και ήταν και εξακολουθεί να είναι πραγματικό όχι μόνο για τις δυνάμεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Είναι πραγματικό και για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο και τις πολιτικές του δυνάμεις, γιατί μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα είχε και θα έχει και τώρα οπωσδήποτε επιπτώσεις στην ευρωενωσιακή προοπτική. Όχι μόνο στο πολιτικό, το ιδεολογικό - οραματικό επίπεδο αλλά άμεσα και στο οικονομικό.

Μόνο να πάρει υπόψη κανείς τους εκφρασμένους φόβους από κορυφαίους παράγοντες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ θα μεταφέρει «τις πιέσεις» της κρίσης πιο αποφασιστικά πάνω στην Ισπανία, την Πορτογαλία, την Ιταλία ακόμη και στην ίδια τη Γαλλία, στο τέλος και στην Γερμανία, αρκεί για να καταλάβει το μέγεθος της κρίσης που διέρχεται η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της και πως η θεωρία του «ντόμινο» δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα.

Πρέπει, επίσης, να πάρει κανείς υπόψη του και το βαθμό επίδρασης και ποιο θα είναι το πραγματικό αντίκρισμα στους λαούς και τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το τι θα σημάνει για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει το «ξήλωμα» της ευρωζώνης, και να ξεκινήσει από τη «μικρή» Ελλάδα και να επιφέρει μια μεγάλη ανατροπή στην κρατούσα κατάσταση.

Τότε θα καταλάβει ότι ο προβληματισμός και οι φόβοι της αστικής τάξης της χώρας μας αλλά και των ευρωπαϊκών ελίτ έχουν πραγματική βάση και ότι δεν είναι μόνο οικονομικοί αλλά και πολιτικοί, ανεξάρτητα από το εάν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν και να δώσουν λύση στο ελληνικό (και στο ευρωενωσιακό) πρόβλημα, ανεξάρτητα από το εάν το ίδιο το πρόβλημα το χρησιμοποιούν ως δίλημμα για να τρομοκρατούν και να παραπλανούν τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την ουσία της οικονομικής και γενικότερης πολιτικής, για την ανάγκη ύπαρξης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γι αυτόν ακριβώς το λόγο παρατηρήσαμε να εξελίσσονται δύο παράλληλα γεγονότα:

• Από τη μια, να κατασυκοφαντείται ο ελληνικός λαός από επίσημους και ανεπίσημους κύκλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι καταναλώνει περισσότερα απ’ ότι παράγει (η συρρίκνωση και η καταστροφή της παραγωγικής βάσης της χώρας είναι γεγονός, μόνο που οφείλεται στον επιβεβλημένο και ανισότιμο καταμερισμό εργασίας που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση), ότι δεν πληρώνει τους φόρους του, ότι δεν τηρούν οι Έλληνες τα συμφωνημένα προγράμματα για το ξεπέρασμα της κρίσης και άλλα πολλά, γεγονός που προβάλλεται ως άλλοθι για να μην επιδράσει μια ενδεχόμενη εκδίωξη της Ελλάδας από το ευρώ στους άλλους λαούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

• Από την άλλη, στο εσωτερικό της χώρας, να εντείνεται στο έπακρο η επίσημη επιχειρηματολογία ότι πρέπει να εφαρμοστεί η μνημονιακή πολιτική, ότι οι δανειστές της πρέπει να πάρουν τα κεφάλαιά τους πίσω για να μπορέσει η Ελλάδα να είναι αξιόπιστη προς τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση για να εξασφαλίσει , έστω ως ελάχιστο αίτημα, τη διετή παράταση των συμφωνημένων, πράγμα που έγινε, για να παραμείνει η χώρα μας στο ευρώ. «Έχουμε ανάγκη από μερικές ανάσες» δήλωνε μπροστά στην Μέρκελ ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, με μια πολιτική συμπεριφορά υποτέλειας. Η εφαρμογή βέβαια της μνημονιακής πολιτικής έχει ήδη εξαθλιώσει τους εργαζόμενους και η πλήρη της εφαρμογή, και για πολλά χρόνια, θα τους εξαθλιώσει ακόμη περισσότερο.

Σήμερα, η στάση των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει σχετικά διαφοροποιηθεί και εκφράζουν το σεβασμό τους, τον πόνο τους και το θαυμασμό τους για τον ελληνικό λαό και τις θυσίες του, την πίστη τους ότι η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ, αλλά όλα αυτά μετά τους όρκους υποτέλειας που έδωσε η τρικομματική κυβέρνηση προς τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι θα εφαρμόσει απαρέγκλιτα τη μνημονιακή πολιτική και μετά τις διαβεβαιώσεις ότι οι δανειστές της χώρας «θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω», που, βέβαια, είναι «τα δικά μας λεφτά», και με τους όρους που αυτοί θέτουν.

Παρ’ όλα αυτά πρέπει και τώρα να πούμε ότι ακόμη τίποτα δεν έχει διασφαλιστεί ως προς τη συμμετοχή της χώρας μας στο ευρώ. Πολλοί αστοί οικονομικοί σχολιαστές μιλάνε για στοίχημα που δεν έχει κερδηθεί και άλλοι συστήνουν συγκρατημένη αισιοδοξία. Φυσικά στο ζήτημα αυτό θα παίξουν ρόλο και οι εξελίξεις στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το πώς θα εξελιχθεί η κρίση της και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της και διεθνώς. Κατά προτεραιότητα πάντα η σχέση δολαρίου και ευρώ.

Συμπέρασμα:

•  Το δίλημμα «μέσα ή έξω από το ευρώ», είναι πραγματικό και για την εργατική τάξη, όχι μόνο για την αστική τάξη, επομένως και για το κόμμα της, γιατί πριν απ’ όλα παραμονή στο ευρώ και η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής σημαίνουν ατελείωτες θυσίες για την εργατική τάξη, καταστροφή για τα μικροαστικά στρώματα, χωρίς σίγουρη έξοδο από την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία.

• Αυτή η κατάσταση δεν είναι μόνο «πρόβλημα» της αστικής τάξης για το οποίο πρέπει να αδιαφορεί η εργατική τάξη. Είναι κατ’ εξοχήν «δικό» της πρόβλημα, γιατί πάνω στο έδαφος της οικονομικής κρίσης και της χρεοκοπίας η εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα θα αποδείξουν αν είναι σε θέση να αναλάβουν τις τύχες της χώρας και αν διαθέτουν πρόταση διεξόδου από την κρίση και τη χρεοκοπία.

• Το σημαντικότερο. Αυτή η κατάσταση που δημιουργείται από τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ είναι το πραγματικό έδαφος πάνω στο οποίο η εργατική τάξη και το κόμμα της θα προσπαθήσουν την οικονομική κρίση και τη χρεοκοπία να τη μετατρέψουν σε πολιτική κρίση και επαναστατική κρίση. Και ένα από τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης (και όχι το πρώτο ούτε και το μόνο) ήταν η μετακίνηση των 3.5 εκατ. ψηφοφόρων και το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης του Μάη.

• Παραπέρα, το δίλημμα αυτό είναι πραγματικό και για την εργατική τάξη συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί μια πιθανή έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ  θα όξυνε παραπέρα την κρίση στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα επιθυμητό, κι αυτή θα ήταν η μεγάλη συνεισφορά της εργατικής τάξης της χώρας μας προς όλους τους εργαζόμενους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή, η τοποθέτηση της εργατικής τάξης της Ελλάδας με όρους παραπέρα όξυνσης της κρίσης και της ταξικής πάλης σε ευρωενωσιακό επίπεδο.

• Τελικά, η έξοδος από το ευρώ θα έδινε μια δυνατότητα παραπάνω στη χώρα μας να ανακτήσει την οικονομική της πολιτική, σαφώς αυτή η δυνατότητα θα ήταν υπονομευμένη αν η Ελλάδα αποχωρούσε μόνο από το ευρώ, πολύ περισσότερο αν αυτή η ανάκτηση - μετά από εθελοντική ή και υποχρεωτική έξοδο, πραγματοποιούνταν από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, γεγονός που αναγκαστικά θα συντηρούσε  τους όρους, πολιτικούς και οικονομικούς της εξόδου από το ευρώ και της παραπέρα οικονομικής και αναπτυξιακής πορείας της χώρας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και όπως αυτή θα την ήθελε και σχεδίαζε.

• Αυτό το γεγονός από μόνο του (η ανάκτηση των οικονομικών εργαλείων εκ μέρους της χώρας) είναι αναγκαία συνθήκη - προϋπόθεση στο επίπεδο της οικονομίας αλλά για να καταστεί και ικανή συνθήκη για μια άλλη οικονομική και αναπτυξιακή προοπτική προς όφελος των εργαζομένων πρέπει να την αναλάβουν και πολιτικά να τη διαχειριστούν οι αντιιμπεριαλιστικές αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, η εργατική τάξη και τα μικροαστικά  στρώματα της πόλης και της υπαίθρου με βάση μια άλλη προγραμματική - αναπτυξιακή πρόταση. Γεγονός που σημαίνει και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την πλευρά τους με τους δικούς τους οικονομικούς και πολιτικούς όρους.

Η άρχουσα τάξη σύνδεσε το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» με το «μέσα ή έξω» από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπεράσπιση του ευρώ παρέπεμπε ευθέως σε συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη. Το ερώτημα είναι: Η επιστροφή στη δραχμή και η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα παραπέμπει σε έξοδο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση; Η απάντηση, σύμφωνα με όσα εκθέσαμε, παραπέμπει ευθέως στην έξοδο και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Και εδώ, πλέον, το δίλημμα μετατίθεται από το πεδίο της οικονομίας στο πεδίο της πολιτικής και της τακτικής. Αλλά αυτό το θέμα θα αντιμετωπιστεί σε επόμενη συνέχεια.


(Ακολουθεί το τέταρτο μέρος)