Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Η (μη) Απεργία των εκπαιδευτικών
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Πολλά, πάρα πολλά, άρθρα γράφτηκαν για την «Απεργία των καθηγητών, που δεν έγινε ποτέ!». Ομολογουμένως, πρόκειται για ένα πολιτικό γεγονός, που, κατά τη γνώμη μας, όχι μόνο συγκέντρωσε το ευρύτερο ενδιαφέρον, αλλά προσφέρεται και για γενικότερα πολιτικά συμπεράσματα.

Συμπεράσματα που αφορούν στην κυβέρνηση, στις πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις, στην κατάσταση του εργατικού κινήματος, στην ίδια την κοινωνία. Προσφέρεται, όμως, και για συμπεράσματα που αφορούν σε ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα, που ταλάνισαν και, απ’ ότι φαίνεται, εξακολουθούν να ταλανίζουν πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις.

Θα μας επιτραπεί, όμως, πριν περάσουμε στο δικό μας σχολιασμό, να σταθούμε σε μια διαπίστωσή μας, που σχετίζεται με το περιεχόμενο της αρθρογραφίας που εμφανίστηκε και που αναδεικνύει ένα κοινό χαρακτηριστικό. Σχεδόν το σύνολο των άρθρων έχει έναν απολογητικό χαρακτήρα.

Αυτή η διαπίστωση αφορά ακόμη και σε εκείνα τα άρθρα, που, εντέχνως, οι συγγραφείς τους επιλέγουν την τακτική: «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση». Τα άρθρα αυτά «φωνάζουν» πολύ, ίσως, γιατί πρέπει να συγκαλύψουν πραγματικές πολιτικές ευθύνες.

Γεγονός, που, κατά τη δική μας αντίληψη, αναδεικνύει το πρώτο βασικό συμπέρασμα για την απεργία των εκπαιδευτικών. Καμία πολιτική (κοινοβουλευτική ή όχι) και συνδικαλιστική δύναμη, που αντιπροσωπεύεται και στην ΟΛΜΕ, δεν ήθελε την πραγματοποίηση αυτής της απεργίας.  

Το συμπέρασμα αυτό ίσως θεωρηθεί, από πρώτη ματιά, υπερβολικό. Εμείς, όμως, πιστεύουμε ότι είναι ένα στέρεο συμπέρασμα, που στηρίζεται τόσο στη μελέτη της σχετικής αρθρογραφίας όσο και στο πως εξελίχτηκαν τα γεγονότα και οι σχετικές διαδικασίες στην ίδια την ΟΛΜΕ, ιδιαίτερα στη Γενική Συνέλευση των Προέδρων των ΕΛΜΕ.

Φυσικά, δεν υπονοούμε ότι υπάρχει κάποιο θέμα έντιμης ή ανέντιμης στάσης των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων απέναντι στην πρόταση για απεργία των καθηγητών κατά τη διάρκεια των εξετάσεων, αυτών των δυνάμεων που την πρότειναν ή την απέρριψαν.  

Η στάση όλων των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, πάνω απ’ όλα, καθορίστηκε από την πολιτική τους αντίληψη για το πώς έπρεπε να απαντήσουν σε σχέση με τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, που αφορούσε σε ένα άμεσο και ζωτικό ζήτημα του κλάδου. Φυσικά δεν έλειψαν και οι γνωστές συνδικαλιστικές κουτοπονηριές.

Αν πρέπει να αναφερθούμε σε κάποιο θέμα ηθικής στάσης, πέρα από πολιτικής, αυτό αφορά στη στάση της κυβέρνησης, που, εν μέσω εξετάσεων, προέβη σε έναν ταυτόχρονο ωμό εκβιασμό των εκπαιδευτικών και των μαθητών, στον «κατάλληλο» χρόνο, με αντικειμενικό στόχο να περάσει την πολιτική της, για την οποία έχει δεσμευτεί στην τρόικα και την Ευρωπαϊκή Ένωση.

***
Η κυβέρνηση αποφάσισε να αυξήσει κατά δύο ώρες το διδακτικό ωράριο των καθηγητών και να θεσπίσει τις υποχρεωτικές μεταθέσεις, ανεξάρτητα από την οργανική θέση των καθηγητών.

Προκειμένου να απορροφήσει την αγωνιστική αντίθεση του κλάδου των εκπαιδευτικών χρησιμοποίησε, τη γνωστή πια σε όλους, μέθοδο της κατασυκοφάντησης του κλάδου και της παραπλάνησης του ελληνικού λαού. Παράλληλα, η κυβέρνηση επιστράτευσε τα γνωστά της ακριβοπληρωμένα παπαγαλάκια για να κατασυκοφαντήσει έναν ολόκληρο κλάδο εργαζομένων. 

Κατηγόρησε τους εκπαιδευτικούς ως τεμπέληδες, τη γνωστή κατηγορία που έχει χρησιμοποιήσει για όλους τους δημόσιους υπαλλήλους, ότι εργάζονται λιγότερο σε σχέση με τους εκπαιδευτικούς των άλλων χωρών.

Η κυβέρνηση, προφανώς, δεν πρωτοτύπησε, γιατί αυτή η κατηγορία χρησιμοποιείται στις μέρες μας σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί οι κυβερνήσεις των χωρών - μελών της επιδιώκουν να πετύχουν τη μείωση του δημόσιου τομέα και αυτό σημαίνει αντίστοιχες απολύσεις.

Πίσω από την αύξηση του ωραρίου και τις υποχρεωτικές μεταθέσεις κρύβεται η άμεση επιδίωξη της κυβέρνησης για απολύσεις. Αυτές υπολογίζεται, με μέτριες εκτιμήσεις, ότι θα ξεπεράσουν τις δέκα χιλιάδες εκπαιδευτικούς. Όσο για την ανήθικη κατηγορία περί τεμπελιάς αυτή κατέπεσε αμέσως, όταν δημοσιεύτηκαν τα πραγματικά στοιχεία για το ωράριο εργασίας των εκπαιδευτικών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αμοιβών τους.

Πρέπει να είναι σαφές. Η κυβέρνηση υλοποιεί στην πράξη τη μνημονιακή της πολιτική. Η πράξη της αυτή αφορά τη συμφωνία της με την τρόικα για το 2013 και τις απολύσεις που πρέπει να γίνουν στο τρέχοντα χρόνο. Από το νέο σχολικό χρόνο θα «μετράγαμε» 10.000 - και παραπάνω, λιγότερους αναπληρωτές καθηγητές και περί τους 5.000 μετακινούμενους καθηγητές.

Επίσης, πρέπει να είναι σαφές ότι η κυβέρνηση είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή της να προχωρήσει στη νομοθετική ρύθμιση που είχε σχεδιάσει. Δεν το έκανε, γιατί της ήταν πιο εύκολο να αντιμετωπίσει, σε σχεδόν «νεκρό» χρόνο, όχι μόνο από την άποψη των εξετάσεων αλλά και της σχολικής χρονιάς, την αγωνιστική απάντηση των εκπαιδευτικών, να θέσει με την άνεσή της τα εκβιαστικά, ηθικά διλήμματα που ήθελε.

Ήταν αυτή λοιπόν, που επέλεξε το χρόνο των πανελλαδικών εξετάσεων για να φέρει τον κλάδο των εκπαιδευτικών και τον ελληνικό λαό μπροστά σε ένα ηθικό δίλημμα:

  • Να γίνουν ή να μη γίνουν κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια των πανελλαδικών εξετάσεων;

Γιατί αυτό μόνο μπορούσε να γίνει από την πλευρά των εκπαιδευτικών τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ως άμεση αγωνιστική απάντηση. Κάθε άλλη αγωνιστική απάντηση παρέπεμπε στο μέλλον, στη νέα σχολική χρονιά, με τη νομοθετική ρύθμιση τετελεσμένη ή θα ήταν μια κινητοποίηση (της οποιασδήποτε μορφής) με άμεσα βραχυχρόνιο χαρακτήρα, αν θα έπρεπε να μη διαταραχθεί η διαδικασία των εξετάσεων.

Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η κυβέρνηση εκβίαζε άμεσα και ξεδιάντροπα τους μαθητές, προκειμένου δια μέσου των μαθητών να εκβιάσει τους καθηγητές και δια μέσου των μαθητών και των καθηγητών να εκβιάσει όλο τον ελληνικό λαό να αποδεχτεί την αντιδραστική της μνημονιακή πολιτική, να αποδεχτεί τις απολύσεις και την ανεργία, στο όνομα της πραγματοποίησης των πανελλαδικών εξετάσεων.

Το δεύτερο και γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι η σύγχρονη αστική διακυβέρνηση έχει απολέσει κάθε ίχνος ακόμη και αστικού δημοκρατισμού, κάθε ίχνος ακόμη και αστικής ηθικής, γεγονός που απορρέει από τον αντιδραστικό χαρακτήρα της πολιτικής που εφαρμόζει.      

***

Είναι γεγονός ότι οι πανελλαδικές εξετάσεις έχουν προσλάβει για τον ελληνικό λαό έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Οι εργαζόμενοι, οι λαϊκές οικογένειες προσδοκούν τα παιδιά τους να βρουν μια θέση στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Όλη αυτή η προσδοκία έχει «επενδυθεί» από διαφορετικούς παράγοντες:


  • Από το γεγονός ότι η Παιδεία ήταν πράγματι λαϊκό πρόβλημα και έγιναν μεγάλοι αγώνες από την εποχή της συγκρότησης του ελληνικού κράτους για να υπάρξει και να γίνεται πάντα καλύτερη. Υπάρχουν επομένως αγωνιστικοί δεσμοί.
  • Οι αγώνες αυτοί έχουν αποκρυσταλλώσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού τη θετική διάθεση να θέλει να μορφώσει τα παιδιά του, μέχρι και την ανώτατη βαθμίδα, την πανεπιστημιακή. Από μόνο του αυτό το γεγονός είναι προοδευτικό.     
  • Από την ίδια την ιστορική ανάπτυξη και τη διάρθρωση της υλικής παραγωγής στη χώρα μας, που δεν έδινε εργασιακές και επαγγελματικές εξόδους στη νεολαία από κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, γεγονός που οδήγησε στο να καθυστερήσει πολύ η ίδρυση και η ανάπτυξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης στη χώρα μας, παράγοντας που ωθούσε τη νεολαία προς την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
  • Από τη σημερινή κατάσταση της υλικής παραγωγής στη χώρα μας, της συρρίκνωσης και της αποδιάρθρωσης της παραγωγής, που αποστερεί τη νεολαία από κάθε δυνατότητα εργασίας, που «εκ των πραγμάτων» έχει μετατρέψει την επιδίωξη για εργασία σε ελπίδα για μια θέση στο πανεπιστήμιο για τα παιδιά των εργαζομένων, να πάρουν «ένα χαρτί» για να μπορούν να ελπίζουν σε κάποια δουλειά, το καλύτερο χαρτί, επιδίωξη που καταλήγει σε ένα συνεχές κυνήγι τίτλων και προσόντων, αποκτώντας περισσότερους και ανώτερους τίτλους, περισσότερα και πιο  εξειδικευμένα προσόντα.
  • Από την οικονομική κρίση που έχει οξύνει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα της ανεργίας.

Πρέπει, όμως, να πούμε ότι και αυτή η κατάσταση έχει εξαντληθεί. Πέρα από το γεγονός ότι το ζήτημα της εργασιακής αποκατάστασης ήταν δύσκολο, παρά τους τίτλους και τα προσόντα, στις μέρες μας έχει γίνει σχεδόν άλυτο, ήταν και η αγορά που προτιμούσε λόγω του λεγόμενου εργασιακού κόστους να καλύπτει τις ανάγκες της από κατώτερες εκπαιδευτικές βαθμίδες, και ιδιαίτερα από τον ιδιωτικό τομέα της Εκπαίδευσης.

Το γεγονός αυτό οδήγησε πολύ γρήγορα στην αντιστροφή της σύνθεσης της ανεργίας στη νεολαία, στο ξέσπασμα ενός νέου, και ολοένα εντεινόμενου, μεταναστευτικού κύματος, που αυτή τη φορά αφορά το ανώτερο επιστημονικό δυναμικό της χώρας.

Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί έχει δύο σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή της νεολαίας και συνολικά της λαϊκής οικογένειας:

  • Οι νέοι σήμερα, κυνηγώντας τίτλους,  φτάνουν σε μια ηλικία ακόμα και 35 (και παραπάνω) χρόνων χωρίς να έχουν αποκατασταθεί επαγγελματικά και εργασιακά, γεγονός που έχει γενικότερες κοινωνικές επιπτώσεις στη ζωή τους.
  • Ταυτόχρονα αυτή η κατάσταση έχει συνειδητοποιηθεί από τη νεολαία από μικρή ηλικία, από τα μαθητικά θρανία, γνωρίζοντας ότι θα πάρει μέρος στις πανελλαδικές εξετάσεις χωρίς αυτό το γεγονός να του εξασφαλίζει κανένα μέλλον, καμία προοπτική. Το γεγονός αυτό είναι ένα στοιχείο του υποβιβασμού τους, τουλάχιστον στη συνείδηση της νεολαίας.

Αναδεικνύεται, έτσι, ένα ουσιαστικό θέμα, μέσα στην ελληνική κοινωνία, για το ρόλο των πανελλαδικών εξετάσεων και τη φόρτιση που διαθέτουν.

Από τη μια, το βέβαιο είναι ότι δεν έχουν πια την παλιά τους «λαμπρότητα», απόδειξη ότι από την πλευρά της εκπαιδευτικής διαδικασίας, της επιλογής για την Ανώτατη Εκπαίδευση, να έχει ανοίξει η συζήτηση - από ορισμένους κύκλους, για την κατάργησή τους.

Από την άλλη να μην έχουν απολέσει σε μεγάλο βαθμό τη σημασία τους τόσο για τη νεολαία όσο και για τη λαϊκή οικογένεια, όμως, ως μιας διεξόδου «εξ ανάγκης», που προσφέρει κάποιες αόριστες δυνατότητες για επαγγελματική και εργασιακή αποκατάσταση, ακόμη και ως αναγκαστικής διεξόδου προς τη μετανάστευση.

***

Οι πανελλαδικές εξετάσεις, βέβαια, δεν προσδιορίζουν το εκπαιδευτικό πρόβλημα της χώρας μας όση βαρύνουσα σημασία και αν έχουν για τον ελληνικό λαό και για το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα. Ούτε, επίσης, προσδιορίζουν τα κοινωνικά προβλήματα της χώρας μας.

Απλώς οι πανελλαδικές εξετάσεις έγιναν ο μοχλός για να αποκαλυφθεί το βάθος και η έκταση των προβλημάτων της Εκπαίδευσης συνολικά, παραπέρα, έγιναν ο μοχλός για να αποκαλυφθεί, και από μια άλλη σκοπιά, η ουσία της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης,   της κυβερνητικής πολιτικής, που δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό, που καταφεύγει μέχρι και τον ανοιχτό εκβιασμό των μαθητών προκειμένου να την εφαρμόσει.

Η τρόικα και η κυβέρνηση έφτασαν να «βάλουν χέρι» όχι μόνο γενικά στους δημόσιους υπάλληλους αλλά και στους εκπαιδευτικούς, προσθέτοντας στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα πολλά περισσότερα, προβλήματα που απειλούν να τινάξουν στον αέρα την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία. Να τη διαλύσουν.

Και αυτή η διαλυτική κατάσταση δεν αφορά μόνο τη Μέση Εκπαίδευση, αφορά το σύνολο της Εκπαίδευσης.

Από την άποψη αυτή οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αλλά και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις στην ΟΛΜΕ, από την ίδια την εξέλιξη των πραγμάτων, ήρθαν μπροστά σε ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα και όχι αυτό καθεαυτό το πρόβλημα της πραγματοποίησης των εξετάσεων.

Κατάλαβαν, δηλαδή, ότι η απεργία μέσα στις εξετάσεις, στην πραγματικότητα, θα μετατρεπόταν σε μια σύγκρουση με το σύνολο της εκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης και θα είχε και γενικότερο χαρακτήρα, γιατί, διαφορετικά, ο αγώνας των εκπαιδευτικών δεν θα μπορούσε να στηριχτεί.  

Μοιραία οι εκπαιδευτικοί, για να στηρίξουν τον αγώνα τους, για να αποτρέψουν την αύξηση του ωραρίου και τις απολύσεις, θα έπρεπε να γενικεύσουν στην επιχειρηματολογία τους.

Θα έπρεπε να αναφερθούν στη συνολική πολιτική για την εκπαίδευση αλλά και στη γενικότερη πολιτική της κυβέρνησης για να μπορούν να αποδείξουν και να πείσουν ότι οι απολύσεις και η αύξηση του ωραρίου είναι το αποτέλεσμα της συνολικής πολιτικής της κυβέρνησης. Αλλά και οι άλλοι εργαζόμενοι, στον αγώνα των εκπαιδευτικών, θα έβλεπαν τον ίδιο τους τον εαυτό, τα δικά τους προβλήματα, που τα δημιουργούσε η ίδια πολιτική της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

***

Πρώτη η κυβέρνηση κατάλαβε αμέσως, παρά τους συσχετισμούς στην ΟΛΜΕ, τον κίνδυνο για μια σύγκρουση που θα ήταν καταδικαστική για την πολιτική της. Για αυτό το λόγο φρόντισε χωρίς χρονοτριβή να ξεκαθαρίσει ότι οι εξετάσεις θα πραγματοποιηθούν στην ώρα τους, υπονοώντας σαφώς ότι εάν οι εκπαιδευτικοί προχωρήσουν σε απεργία θα τους επιστρατεύσει.

Εδώ, πλέον, προστίθεται και ένα άλλο στοιχείο στο οποίο πρέπει να απαντήσουν οι εκπαιδευτικοί. Η απειλή της επιστράτευσης. Γνωρίζουν ήδη ότι η κυβέρνηση δεν το λέει απλώς ως απειλή. Το εννοεί κιόλας. Ο αγώνας τους πρέπει να πάρει υπόψη ότι η κυβέρνηση πολύ πρόσφατα είχε επιστρατεύσει τους εργαζόμενους στο Μετρό, τους ναυτεργάτες και προηγούμενα τους εργαζόμενους στη χαλυβουργία.

Ο αγώνας των εκπαιδευτικών, πριν καν να αρχίσει, είχε πάρει ένα γενικότερο πολιτικό χαρακτήρα με δεδομένο ότι έπρεπε οι εκπαιδευτικοί να υπερασπιστούν πλέον και το δικαίωμα στην απεργία. Και αυτό το δικαίωμα αφορούσε όλους τους εργαζόμενους.

Ο κάθε εργαζόμενος καταλάβαινε πολύ καλά ότι αν αποτύχει ο αγώνας των εκπαιδευτικών θα δυσκόλευε, ταυτόχρονα,  η υπεράσπιση στο δικαίωμα της απεργίας, πέρα από τις γενικότερες επιπτώσεις που θα είχε στο ίδιο το εργατικό κίνημα, στο επίπεδο της απογοήτευσης και της καλλιέργειας αισθημάτων μοιρολατρίας.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Κάτω από αυτές τις συνθήκες μπορούσαν οι εκπαιδευτικοί να προχωρήσουν σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις (και απεργιακές) και πως ή θα έπρεπε να αναστείλουν;

Κατά τη γνώμη μας υπήρχε το έδαφος οι εκπαιδευτικοί να αναπτύξουν τον αγώνα τους, γιατί υπήρχαν οι προϋποθέσεις να εξασφαλιστεί η μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών και οι αντίστοιχες κοινωνικές συμμαχίες τους, να υιοθετηθούν οι κατάλληλες μορφές πάλης.

Η εκτίμησή μας αυτή στηρίζεται στους παρακάτω παράγοντες:

  • Υπάρχει ιδιαίτερα συσσωρευμένη αγανάχτηση στους εργαζόμενους από την πολιτική της κυβέρνησης, που τους έχει οδηγήσει σε πρωτοφανή επίπεδα εξαθλίωσης.
  • Την ίδια στιγμή αναπτύσσεται όλο και περισσότερο η δυσαρέσκεια, η εναντίωση και η άρνηση για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, για την πολιτική που έχει επιβάλει στη χώρα μας.
  • Οι εργαζόμενοι έχουν άμεση εμπειρία των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα σχολεία και οι εκπαιδευτικοί, γιατί το σχολείο της αγοράς που προωθεί και εφαρμόζει η κυβέρνηση τους τα μεταφέρει καθημερινά «μέσα στο σπίτι τους» και έχει πολλαπλό κόστος για αυτούς.
  • Αυτή η εμπειρία των εργαζομένων ήταν και η βάση της αλληλεγγύης τους στον αγώνα τους
  • Και οι μαθητές και οι γονείς τους έχουν συνειδητοποιήσει πλέον ότι οι εξετάσεις δεν εξασφαλίζουν καμία εργασιακή και επαγγελματική προοπτική, παρά το γεγονός ότι τους ανοίγει (για όσους ανοίγει) μια πόρτα για την εισαγωγή τους στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
  • Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό από την άποψη ότι δεν θα έστρεφε τους μαθητές, κατά πρώτο λόγο, και τους γονείς τους ενάντια στους εκπαιδευτικούς.
  • Οι εργαζόμενοι κατανόησαν αμέσως τι κρύβεται πίσω από την αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών και των υποχρεωτικών μετακινήσεων και δεν παρασύρθηκαν από την κατασυκοφάντηση που επεχείρησε η κυβέρνηση και τα φιλικά της μέσα ενημέρωσης.
  • Οι εκπαιδευτικοί ήταν διατεθειμένοι να αγωνιστούν και η διάθεσή τους αυτή εκφράστηκε και στις Γενικές Συνελεύσεις των ΕΛΜΕ, που σε ελάχιστο χρόνο ήταν μαζικότατες και που μπορούσαν να μαζικοποιηθούν στην πορεία ακόμη περισσότερο.
  • Η ΟΛΜΕ, παρά τις ταλαντεύσεις της, παρά τους συσχετισμούς που επικρατούν στο εσωτερικό της, παρά την προηγούμενη  στάση της απέναντι στην κυβερνητική πολιτική, ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να σταθεί και να αντιμετωπίσει την κυβερνητική πολιτική, γιατί αυτή η πολιτική έθετε, πλέον, σε αμφισβήτηση το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών και άνοιγε το δρόμο για μαζικές απολύσεις των εκπαιδευτικών.
  • Η μαζική συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις Γενικές τους Συνελεύσεις και η αποφασιστικότητα τους μπορούσε να λειτουργήσει ως η αναγκαία συνθήκη για τον αγώνα τους αλλά και ως φρένο στις οποιεσδήποτε αντινομίες και ταλαντεύσεις του ΔΣ της ΟΛΜΕ.
  • Υπήρχαν οι δυνατότητες οι εκπαιδευτικοί με τον αγώνα τους να εξανάγκαζαν την κυβέρνηση να πάρει πίσω, τουλάχιστον, τα τελευταία μέτρα που είχε πάρει σε βάρος τους, να δώσουν απάντηση στην κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης, να δώσουν απάντηση, που θα είχε και γενικότερη σημασία, στην πολιτική της κυβέρνησης, που έχει τη δρομολογημένη πρόθεση να αμφισβητήσει και να καταργήσει το δικαίωμα στην απεργία. Και η επιτυχία αυτή, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν θα αντιμετώπιζε το σύνολο της αντιεκπαιδευτικής πολιτικής της κυβέρνησης, θα ήταν μια πραγματική επιτυχία. Μια τέτοια επιτυχία θα τροφοδοτούσε γενικότερες εξελίξεις στο εργατικό κίνημα.      

Τι ακριβώς συνέβη και η εξαγγελμένη απεργία των εκπαιδευτικών δεν πραγματοποιήθηκε; Αυτό το θέμα θα το αναπτύξουμε στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου.